κουστουμαρίζομαι — [κουστούμι] (συν. στη μτχ. παρακμ.) κουστουμαρισμένος, η, ο αυτός που φορά κουστούμι ή γενικά κάποιο επίσημο ένδυμα … Dictionary of Greek
Ioanna Karystiani — (griech. Ιωάννα Καρυστιάνη; * 8. September 1952 in Chania auf Kreta) ist eine griechische Schriftstellerin und Trägerin des griechischen Staatspreises für Literatur. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Leistungen 3 Werke … Deutsch Wikipedia
Karystiani — Ioanna Karystiani (griech. Ιωάννα Καρυστιάνη; * 8. September 1952 in Chania auf Kreta) ist eine griechische Schriftstellerin und Trägerin des griechischen Staatspreises für Literatur. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Leistungen 3 Werke 4 … Deutsch Wikipedia
Liste bekannter Übersetzer aus dem Neugriechischen — Die Liste bekannter Übersetzer aus dem Neugriechischen erfasst literarisch oder fachlich ausgewiesenen Übersetzer neugriechischer Literatur einschließlich Philosophie, Theologie, Fachwissenschaften und sonstiger Texte. Übersetzer Nationalität… … Deutsch Wikipedia
αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… … Dictionary of Greek
κοστούμι — το βλ. κουστούμι … Dictionary of Greek
τζούντο — Τεχνική αθλητικής πάλης, εθνικό άθλημα της Ιαπωνίας. Το τ. είναι έργο του Τζιγκόρο Κάνο, καθηγητή στο Τόκιο, που αφού παρακολούθησε την τεχνική του τζου τζίτσου, έθεσε τις βάσεις του νέου αθλήματος, το οποίο και δίδαξε σε ειδική σχολή που ίδρυσε… … Dictionary of Greek
Φοντέιν, Μαργκότ — (Fonteyn, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Margaret Hookham, Ρέιγκεϊτ, Σάρεϊ 1919 – 1991). Αγγλίδα χορεύτρια. Αφιερώθηκε από μικρή στον χορό, αφού σπούδασε πρώτα στο Λονδίνο, έπειτα στην Κίνα (όπου είχε ακολουθήσει τον μηχανικό πατέρα της) και τέλος… … Dictionary of Greek
αμεταγύριστος — η, ο 1. επίμονος, ισχυρογνώμονας: Είναι κεφάλι αμεταγύριστο. 2. (για ρούχα), εκείνος που δε γυρίστηκε: Έχω το κουστούμι μου αμεταγύριστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απάλιωτος — η, ο αυτός που δεν παλιώνει εύκολα, που είναι γερός: Αυτό σου το κουστούμι είναι απάλιωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)