κουστούμι

κουστούμι
και κοστούμι, το
1. το σύνολο όλων τών εξωτερικών ενδυμάτων, περιβολή, φορεσιά
2. ανδρική ενδυμασία από σακάκι και παντελόνι ραμμένα από το ίδιο ύφασμα
3. το ιδιαίτερο ένδυμα που φοριέται τις απόκριες ως στολή, καθώς και εκείνο που φορούν οι ηθοποιοί ως χαρακτηριστικό τού ρόλου τους ανάλογα με την εποχή και τον τόπο τού θεατρικού έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. costume «συνήθεια - κουστούμι» (< λατ. consuetudo «συνήθεια», πρβλ. αγγλ. costume / custom, γαλλ. costume / coutume). Η σημ. «ενδυμασία» που εμφανίζεται στις ξένες λ. χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει τον τρόπο ντυσίματος που αποτελούσε έθιμο συγκεκριμένου τόπου και παρωχημένης συνήθως εποχής. Στη Νέα Ελληνική η λ. χρησιμοποιείται και με αυτή τη σημ., αλλά δηλώνει και την ανδρική ενδυμασία από σακάκι και παντελόνι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κουστουμαρίζομαι — [κουστούμι] (συν. στη μτχ. παρακμ.) κουστουμαρισμένος, η, ο αυτός που φορά κουστούμι ή γενικά κάποιο επίσημο ένδυμα …   Dictionary of Greek

  • Ioanna Karystiani — (griech. Ιωάννα Καρυστιάνη; * 8. September 1952 in Chania auf Kreta) ist eine griechische Schriftstellerin und Trägerin des griechischen Staatspreises für Literatur. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Leistungen 3 Werke …   Deutsch Wikipedia

  • Karystiani — Ioanna Karystiani (griech. Ιωάννα Καρυστιάνη; * 8. September 1952 in Chania auf Kreta) ist eine griechische Schriftstellerin und Trägerin des griechischen Staatspreises für Literatur. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Leistungen 3 Werke 4 …   Deutsch Wikipedia

  • Liste bekannter Übersetzer aus dem Neugriechischen — Die Liste bekannter Übersetzer aus dem Neugriechischen erfasst literarisch oder fachlich ausgewiesenen Übersetzer neugriechischer Literatur einschließlich Philosophie, Theologie, Fachwissenschaften und sonstiger Texte. Übersetzer Nationalität… …   Deutsch Wikipedia

  • αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • κοστούμι — το βλ. κουστούμι …   Dictionary of Greek

  • τζούντο — Τεχνική αθλητικής πάλης, εθνικό άθλημα της Ιαπωνίας. Το τ. είναι έργο του Τζιγκόρο Κάνο, καθηγητή στο Τόκιο, που αφού παρακολούθησε την τεχνική του τζου τζίτσου, έθεσε τις βάσεις του νέου αθλήματος, το οποίο και δίδαξε σε ειδική σχολή που ίδρυσε… …   Dictionary of Greek

  • Φοντέιν, Μαργκότ — (Fonteyn, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Margaret Hookham, Ρέιγκεϊτ, Σάρεϊ 1919 – 1991). Αγγλίδα χορεύτρια. Αφιερώθηκε από μικρή στον χορό, αφού σπούδασε πρώτα στο Λονδίνο, έπειτα στην Κίνα (όπου είχε ακολουθήσει τον μηχανικό πατέρα της) και τέλος… …   Dictionary of Greek

  • αμεταγύριστος — η, ο 1. επίμονος, ισχυρογνώμονας: Είναι κεφάλι αμεταγύριστο. 2. (για ρούχα), εκείνος που δε γυρίστηκε: Έχω το κουστούμι μου αμεταγύριστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απάλιωτος — η, ο αυτός που δεν παλιώνει εύκολα, που είναι γερός: Αυτό σου το κουστούμι είναι απάλιωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”